μουσαφιρλίκι

μουσαφιρλίκι
τό
1) угощение (действие);

κάνω τα μουσαφιρλίκια — принимать гостей, угощать;

σήμερα στο εστιατόριο θα σού κάνω τα μουσαφιρλίκια — сегодня в ресторане я плачу;

2) гостеприимство, хлебосольство;
3) хождение в гости

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μουσαφιρλίκι" в других словарях:

  • μουσαφιρλίκι — το 1. περιποίηση προς επισκέπτη, φιλοξενία 2. συν. στον πληθ. τα μουσαφιρλίκια οι επισκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσαφίρης + κατάλ. λίκι* (πρβλ. θεριακ λίκι)] …   Dictionary of Greek

  • μουσαφιρλίκι — το ιού (λ. τουρκ.), η περιποίηση προς τον επισκέπτη ή το φιλοξενούμενο, η φιλοξενία: Δε σταμάτησαν τα μουσαφιρλίκια από τότε που πήγαν σε μεγαλύτερο σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»